βιβλιογραφικός

βιβλιογραφικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τη βιβλιογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιογραφία (πρβλ. γαλλ. bibliographique). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ιωάννη Βενθύλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βιβλιογραφία: Μπορείς να βρεις όλους τους συγγραφείς των κειμένων αυτού του βιβλίου στο καλά ενημερωμένο βιβλιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στο τέλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προμετωπίδα — Βιβλιογραφικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πρώτη τυπωμένη σελίδα ενός βιβλίου, η οποία περιέχει το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο και συνήθως και τον εκδότη. Τα πρώτα έντυπα βιβλία δεν είχαν π. με τη σύγχρονη σημασία της λέξης· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”